- μετρικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με το μέτρημα: Μετρική μονάδα.2. αυτός που αναφέρεται στα μέτρα της ποίησης: Μετρικοί κανόνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετρικός — metrical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… … Dictionary of Greek
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek
μετρικά — μετρικός metrical neut nom/voc/acc pl μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc/acc dual μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίσπαστος — Μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο που προηγείται και έναν τροχαίο που ακολουθεί, δηλαδή: υ υ. Ο πόδας αυτός, που λέγεται και βακχείος από ιάμβου, κατατασσόταν από τους αρχαίους στα πρωτότυπα μέτρα. Εισηγητής του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος … Dictionary of Greek
μετρικῶν — μετρικός metrical fem gen pl μετρικός metrical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικόν — μετρικός metrical masc acc sg μετρικός metrical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικαῖς — μετρικός metrical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικαί — μετρικός metrical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)